- κυανίζουσα
- κυανίζωpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek
αθεροφόρα — (aristida). Ονομασία γένους πολυετών ή μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των τροπικών περιοχών της Αφρικής και της Ασίας. Είναι νομευτικά φυτά και αντέχουν στην ξηρασία. Μερικά είδη όπως η α. η κυανίζουσα… … Dictionary of Greek